Σουφλί

Σουφλί
Πεδινός οικισμός (4.489 κάτ., υψόμ. 60 μ.), στην ομώνυμη επαρχία του νομού Έβρου. Είναι πρωτεύουσα της επαρχίας (793 τ. χλμ., 15.070 κάτ.) και έδρα του ομώνυμου δήμου (160 τ. χλμ., 5.015 κάτ.), στον οποίο ανήκουν και άλλοι δύο μικρότεροι οικισμοί, η Γιαννούλη (82 κάτ., υψόμ. 250 μ.) και η Σιδηρώ (444 κάτ., υψόμ. 340 μ.). Το μεγαλύτερο τμήμα των κατοίκων του Σ. απασχολείται στις βιοτεχνίες παραγωγής και επεξεργασίας μεταξωτών, που αποτελούν τη μεγαλύτερη αγορά μεταξωτών στην Ελλάδα. Το μουσείο μεταξιού στο Σουφλί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Σουφλί — Sp Sùflis Ap Σουφλί/Soufli L ŠR Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Λεφάκης, Χρήστος — (Σουφλί Θράκης 1906 – Θεσσαλονίκη 1969). Ζωγράφος. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, με δασκάλους τον Γ. Ιακωβίδη και τον Γ. Παρθένη. Από το 1930 ασχολήθηκε επίσης με τη συντήρηση αρχαιοτήτων και το 1943 διορίστηκε καλλιτεχνικός σύμβουλος …   Dictionary of Greek

  • Λαρίσης, νομός — Διοικητική διαίρεση (5.555 τ. χλμ., 279.305 κάτ.) της περιφέρειας Θεσσαλίας, στο βορειοανατολικό της τμήμα. Συνορεύει στα Β με τους νομούς Πιερίας και Κοζάνης, στα Δ με τους νομούς Γρεβενών, Τρικάλων και Καρδίτσης, στα Ν με τους νομούς Φθιώτιδος… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Μετάξης (Σουφλίου) — Το μοναδικό στην Ελλάδα και ένα από τα ελάχιστα τουείδους του στον κόσμο λειτουργεί στο αρχοντικό της οικογένειας του συγγραφέα και πολιτικού Κωνσταντίνου Κουρτίδη στην οδό Ελευθερίου Βενιζέλου 73 στο Σουφλί, που κτίστηκε το 1833 από ντόπιους… …   Dictionary of Greek

  • Soufli — Σουφλί Location …   Wikipedia

  • GR-EO51 — Nationalstraße 51 (Ethiniki Odos 51) Länge: ca. 120 km …   Deutsch Wikipedia

  • Nationalstraße 51 (Griechenland) — Vorlage:Infobox hochrangige Straße/Wartung/GR N Εθνικη Οδος E.O.51 in Griechenland …   Deutsch Wikipedia

  • Soufli — Gemeinde Soufli Δήμος Σουφλίου (Σουφλί) …   Deutsch Wikipedia

  • Souflí — 41° 11′ 39″ N 26° 18′ 19″ E / 41.194068, 26.305196 …   Wikipédia en Français

  • Σουφλιώτης — ο, θηλ. Σουφλιώτισσα, Ν ο κάτοικος τού Σουφλίου, πόλης τού νομού Έβρου, ή αυτός που κατάγεται από το Σουφλί. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σουφλί + κατάλ. ιώτης (πρβλ. Ανδρ ιώτης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”